συνεοχμός

συνεοχμός
συνεοχμός
joining
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνεοχμός — ὁ, Α συναρμογή («τὸν ῥ ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνεοχμός έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους αντί ενός τ. *συνοχμός (< συν * + οχμος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἔχω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • συνεοχμοῦ — συνεοχμός joining masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεοχμῷ — συνεοχμός joining masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεοχμόν — συνεοχμός joining masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”